- επιτιθέμενος
- ἐπιτιθέμενοςἐπιτίθημιlay: pres part mp masc nom sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐπιτιθέμενος — ἐπιτίθημι lay pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
διεκπλέω — (AM διεκπλέω) [εκπλέω] διέρχομαι θάλασσα απ άκρη σ άκρη, διαπλέω αρχ. 1. εκπλέω 2. ναυτ. (για πολεμική τακτική) διασπώ την εχθρική γραμμή επιτιθέμενος στο μέσο της έτσι που να μπορώ να προσβάλλω τα εχθρικά πλοία από πίσω ή από τα πλάγια … Dictionary of Greek
πλάγι — το / πλάγιον, Ν ΜΑ, και πλάι Ν το πλευρικό μέρος τού ανθρώπινου σώματος ή ενός αντικειμένου, το πλευρό, η πλευρά (α. «το πλάγι τού καραβιού» β. «ῥέων δὲ διὰ πάσης τῆς Εὐρώπης ἐς τὰ πλάγια τῆς Σκυθικής ἐσβάλλει», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. στον πληθ. τα… … Dictionary of Greek
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
τειχομαχώ — τειχομαχῶ, έω, ΝΜΑ μάχομαι ως επιτιθέμενος ή ως αμυνόμενος στα τείχη αρχ. πολιορκώ («τειχομαχήσοντα τῷ Ἰλίῳ», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχώ) … Dictionary of Greek
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek